Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

Η φοβιτσάρα νεροσταγόνα


                         

   Κάποτε, πολύ μακριά, πέρα από θάλασσες από στεριές, μια όμορφη ψυχούλα με πολλή αγάπη, έπλεξε μια συννεφένια πολιτεία!
  Συννεφάκια ροζ, σιέλ, λευκά.
 
 


  Μια υδροσταγόνα όμως που ήταν πολύ φοβιτσιάρα, προφυλάχτηκε κάτω από το πλεκτό της λευκό αερόστατο.
  Στην αρχή, μόνο για προστασία.
  Όμως σαν να μην της άρεσε.
 -Τι θέλω εγώ, η μοναδική νεροσταγόνα που έχω ιδιόκτητο αερόστατο και κάθομαι εδώ, κρεμασμένη με κλωστούλες, σαν όλες τις άλλες νεροσταγόνες;
 -Επανάσταση, σκέφτηκε και με ένα τίναγμα, έκοψε το πλεκτό λεπτό γαϊτανάκι που την συγκρατούσε σχεδόν στην άκρη του λευκού σύννεφου.
 Το συννεφάκι μισοκοιμόταν και δεν κατάλαβε.
 Βγήκε έξω στον αέρα.
  Καλό ή κακό;
  Τις συνέπειες της πράξης της , θα τις δείξει η ιστορία…
  Έφευγε…

  Ελευθερώθηκε από τα δεσμά.
  Προστατευμένη στο αερόστατό της, ταξίδευε άλλοτε ψηλά και άλλοτε πιο χαμηλά, έβλεπε τα πάντα.
 Ταξίδευε, ταξίδευε…
 Ξεκίνησε φθινόπωρο, έζησε κάπου τον χειμώνα  όπου κινδύνεψε να γίνει κρύσταλλο , εκείνες τις στιγμές το μετάνιωνε που είχε επαναστατήσει  , αλλά δεν υπήρχε πια επιστροφή.
 Και να ήξερε, δεν κρατούσε σημάδια για να γυρίσει …
 -Πάμε μπρος και μη σε μέλλει, θυμόταν πως άκουγε κάποτε σε μια αυλή των θαυμάτων 




 …θάρρος η ζωή μας θέλει… έσβηνε το τραγούδι και σιγανοτραγουδώντας έφευγε.
 Ταξίδευε μακριά.
 Είδε τα πάντα, όλα.
 Τι να πρωτογράψει και τι να πρωτοθυμηθεί.
΄Ωσπου , σχεδόν έφευγε ο χειμώνας.

 Και κάπου κάπου, μέσα στη μέρα, διαπεραστικές ακτίνες ήλιου, της ζέσταιναν το αερόστατό της και  ένιωθε ηρεμία και θαλπωρή.
  Γιατί η ψυχούλα της, πολλές φορές κινδύνευε να σπάσει από φόβο.
  Άλλοτε από κλαδάκια δέντρων, άλλοτε από αεροπλάνα που έβλεπε από μακριά και προσπαθούσε να κρυφτεί στο αερόστατό της, φοβόταν τον ήχο τους, άλλοτε …άλλοτε…
  Αντιμετώπισε χίλιους δυο κινδύνους , κι όμως άντεξε.
  Δεν ήξερε τι ονειρευόταν…
  Σάμπως η περιπέτειά της , της άφηνε χρόνο να ονειρευτεί;
  Προχωρούσε ή πετούσε καλύτερα κι όπου της βγάλει.
  Πέρασε θάλασσες μα και στεριές, βουνά και λαγκάδια, ώσπου κουρασμένη κι εξουθενωμένη, σκέφτηκε να χαμηλώσει λίγο και να χαλαρώσουν και οι πλεκτοί ιμάντες που συγκρατούσαν το αερόστατό της.
 Ξεχώρισε το πιο ψηλό σημείο , εκεί κοντά που βρισκόταν.
Με προσεκτικές κινήσεις , ακούμπησε δίπλα σε έναν σταυρό. Ήταν το καμπαναριό ενός ορθόδοξου ναού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου