Μια αναδημοσίευση - απο το blog ΞΈΝΙΟΣ Κρης- που θα μας κάνει να ξανανοιώσουμε για λίγο παιδιά
―Ναί, παιδάκι μου, γιατὶ ξημερὠνουν τ’ ἅγια Θεοφάνεια.Καὶ ὅποιος ἀγρυπνήση καὶ προφτάση σ’ ἐκείνη τὴν ἀπόκρυφηὥρα…
―Τὸ ξέρω, γιαγιά μου, τὸ ξέρω. Μπορεῖ νὰ ζητήση ὅτιθέλει ἀπ’ τὸ Θεὸ καὶ τοῦ γίνεται.
Τὸ παιδάκι ἀποφάσισε ν’ ἀγρυπνήση. Κοντὰ στὴν κάμαράτου, ἐπάνω
ψηλά, ἦταν ἡ θύρα, ποὺ ἔβγαζε στὸ λιακωτό.Χωρὶς νὰ τὸ δῆ κανείς,
κουκουλώθηκε μὲ τὸ παπλωματάκιτου, πῆρε τὸ προσκεφάλι του καὶ πῆγε νὰ
ξαπλωθῆ ἐκεῖ ἔξω.
Δὲν εἶχε φόβο κανένα. Στὴ χειμωνιάτικη νύχτα τὸ ζέσταινετὸ πάπλωμα
καὶ ἡ ἐλπίδα. Ἦταν ἀργά… Σκοτάδι καὶ σιωπὴ ἁπλωνόταν κάτω σ᾽ὅλη τὴν
κοιμισμένη πόλη. Ἐδῶ κι ἐκεῖ μονάχα τρεμόφεγγεκανένα φανάρι σὰ μάτι
νυσταγμένο, καὶ τ’ ἁγιασμένα νερὰτῆς λίμνης ἐκεῖ πέρα λαμπύριζαν στὴ
μυστικὴ ἀστροφεγγιά.Ἀπέραντος θόλος, σὰ μαῦρο βελοῦδο καρφωμένο
μὲδιαμαντένια καρφιά, τὸ σκέπαζε ὁ οὐρανός, Καὶ τὸν κοίταζεμὲ ἀνήσυχα
μάτια τὸ παιδάκι καὶ περίμενε ἥσυχα ν’ ἀνοίξη. Ὅ,τι ζητοῦσε τότε, θὰ
γινόταν. Ἀλλὰ φτάνει νὰ ζητοῦσε ἕναμονάχα ― καὶ τὸ παιδάκι εἶχε τὸ σκοπό
του…Οἱ ὧρες περνοῦσαν ἔτσι καὶ οἱ πετεινοί, ζωντανὰ ρολόγια,τὶς ἔλεγαν
μὲ τὴ βραχνή τους φωνὴ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. Ἠρθε τέλος πάντων καὶ ἡ
ἀπόκρυφη ὥρα, ποὺ ἄνοιξεὁ οὐρανός. Μέσα στὴν ἀστροσπαρμένη μαυρίλα
πρόβαλεἔξαφνα μιὰ λάμψη ζωηρή, ποὺ ἔσβησε ὅλα τ’ ἀστέρια. Ἕναφῶς γλυκὸ
χύθηκε τότε στὴν Κτίση καὶ τὰ ἁγιασμένα νερὰτῆς λίμνης ἐκεῖ πέρα ἔλαμψαν
σὰν ἀναμμένα.Στὸ θέαμα αὐτὸ τὸ παιδάκι τὰ σάστιε, Τοῦ φάνηκε σὰνὰ εἶδε
ἀγγέλους νὰ πετοῦν ἐκεῖ ψηλὰ μέσα στὸ φωτεινὸἄνοιγμα καὶ ἕνα ὁλόχρυσο
ποταμὸ νὰ τρέχη στὸν οὐρανό,καθὼς λένε, τὸν Ἰορδάνη. Στὸν τρόμο του, στὴ
θάμβωσήτου, στὴ σαστιμάρα του, λησμόνησε τί εἶχε νὰ ζητήση καὶἔβλεπε
βουβό…Μονάχα τὴν τελευταία στιγμή, ποὺ συνῆρθε λιγάκι,πρόφτασε νὰ πῆ ἕνα
λόγο. Καὶ σβηνόταν πιὰ ἡ θεία λάμψη,σὰν ἀκούστηκε στὸν ἀέρα τῆς νύχτας ἡ
ψιλὴ φωνούλα τοῦπαιδιοῦ:
―Πλοῦτο
Γύρισε τρέμοντας στὸ κρεβατάκι του. Σκεπάστηκε ἀπὸτὸ κεφάλι καὶ
προσπάθησε νὰ κοιμηθῆ. Ἀλλὰ τὸν ἄφησετὸ μικρὸ γιὰ πολλὴ ὥρα ἄγρυπνο τὸ
ἐκπληκτικὸ θέαμα,ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, ποὺ βασάνιζε ἀκόμη τὰ μάτια του, καὶ
μιὰἀνήσυχη σκέψη ἀπὸ τὸ ἄλλο, ποὺ βασάνιζε τὸ μυαλό του…Τί λαμπρὸ καὶ
ἀπίστευτο θαῦμα! Νὰ τὸν ἄκουσε τάχα ὁΘεός; πρόφτασε νὰ μιλήση σὲ
κατάλληλη στιγμή; Ἄχ! καὶ θ’ ἀποχτοῦσε τὸν πλοῦτο, τὸ ἕνα πράμα,
ποὺ ζήτησε μὲ τὴν καρδιά του τὸ φτωχὸ παιδάκι;
Ὅταν ἀποκοιμήθηκε κατὰ τὸ πρωί, εἶδε ἕναπαράξενο ὄνειρο· τόσο
ζωηρό, ποὺ ἀκόμη καὶ τώρα δὲν ξέρειἐὰν κοιμόταν πραγματικὰ ἢ ἄν
ἀγρυπνοῦσε μὲ πυρετό.Τοῦ φάνηκε, ὅτι μπῆκε ἔξαφνα στὴν κάμαρά του ἕνας
ἄνθρωπος. Ἦταν νέος, παιδὶ μάλιστα ἀμούστακο. Τὸπρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ
τὴν ὀμορφιὰ καὶ ἡ φορεσιά του ἀπὸτὴν πολυτέλεια. Ἀπὸ πάνω ἕως κάτω ἦταν
πνιγμένος στὸχρυσάφι, στὸ μετάξι, στὰ πετράδια. Ἕνα σύννεφο κάτασπρο
ὑποστήριζε τὰ πόδια του. Στὰ χέρια του κρατοῦσε ἕνα χρυσὸ ραβδί. Εἶχε
φτερούγια χιονάτα καὶ χαμόγελο γλυκό.
―Νά με! Τί μὲ θέλεις; εἶπε μὲ τρυφερὴ φωνή.
―Ἄγγελος… ψιθύρισε τὸ παιδάκι τρομαγμένο.
―Δὲν εἶμαι ἄγγελος, ἀποκρίθηκε ὁ νέος, εἶμαι ὁ Πλοῦτος,ποὺ ζήτησες
ἀπόψε. Ἐκεῖνος, ποὺ ὁδηγεῖ τὰ βήματά μου,εἶδε τὴ φωτιὰ τῆς καρδιᾶς σου
καὶ μὲ ἔστειλε. Μιὰ στιγμὴπρωτύτερα ἂν πρόφταινες νὰ εἰπῆς τὸ ὄνομά μου,
θὰ ἐρχόμουννὰ σὲ φορτωθῶ ἀνερώτητα. Ἀλλὰ τώρα, ποὺ ἄργησες νὰμιλήσης
καὶ ἔγινε ζήτημα ἂν ἔπρεπε νὰ σοῦ γίνη ἡ χάρη ἢὄχι, ἀποφασίστηκε νὰ ἔρθω
μονάχα νὰ σὲ ξαναρωτήσω… καὶὅ,τι μοῦ πῆς θὰ κάνω· ἐπιμένεις ἀκόμη στὸ
λόγο σου; ἐμένα ζητᾶς καὶ ἐπιθυμεῖς πραγματικά, ἀφοῦ ξέρεις, ὅτι μονάχα
ἕνα πράμα ἔχεις τὸδικαίωμα νὰ ζητήσης;ἂν εἶναι ἔτσι, πές μουτο καὶ μένω
μαζί σουγιὰ πάντα.Τὸ παιδάκιπῆρε θάρρος, βγῆκεπερισσότερο ἀπὸ τὸσκέπασμά
του καὶεἶπε:
―Ἐσένα θέλω,Πλοῦτε μου, σὲ θέλωνὰ μείνης πάντα μαζίμου. Εἶδα, ὅτι
ὅλη ἡεὐτυχία βρίσκεταιπάντα μὲ σένα καὶἀπὸ πολὺν καιρὸ ἐσὺεἶσαι τὸ
ὄνειρό μου.
―Βλέπω, ὅτι μὲἀγαπᾶς πραγματικὰκαὶ ἤθελα νὰ μείνωμαζί σου…
Ἀλήθεια!Τί ὄμορφη ζωή,ποὺ θὰ περνοῦμε!Παντοῦ ὁ κόσμοςθὰ σκύβη στὸ
διάβαμας, σὰ θὰ βγαίνωμεσυντροφεμένοι.Θὰ κατοικοῦμε σὲπαλάτια
ὁλομάρμαρα,θὰ κοιμώμαστε σὲ ὁλόχρυσο κρεβάτι, θὰ σκεπαζώμαστε μὲ
σεντόνιαμεταξωτά. Τὸ γυαλιστερὸ ἀτλάζι καὶ τὸ χνουδωτὸ βελοῦδοθὰ μᾶς
τριγυρίζουν παντοῦ, στὸ πάτωμα, στοὺς τοίχους, στὸταβάνι, στὰ καθίσματα,
παντοῦ, ὅπου θ’ ἀκουμπᾶ τὸ κορμὶἢ θ’ ἀναπαύεται τὸ βλέμμα, Θὰ φοροῦμε
λαμπρὰ φορέματακαὶ στολίδια. Θὰ ἔχωμε δούλους καὶ δοῦλες καὶ γνώριμους
πολλούς. Βαλσαμωμένος θὰ εἶναι ὁ ἀέρας ποὺ θ’ ἀναπνέωμεἀπὸ τ’ ἄνθη καὶ
τὰ μυρωδικά. Τὸ τραπέζι μας θὰ λάμπη στὸχρυσάφι καὶ στὸ κρύσταλλο.Θὰ
βγαίνωμε στὸν περίπατο μὲ ἁμάξια καταστόλιστα, θὰπηγαίνωμε στὰ θέατρα,
στοὺς χορούς, στὰ ἱπποδρόμια, πάντα στὴν καλύτερη θέση. Θὰ ταξιδεύωμε μὲ
κάθε ἄνεση τὸκαλοκαίρι ἢ τὸ χειμώνα. Καὶ θὰ ἔχωμε μέσα σὲ μιὰ
κάμαρα, ζεστὴ σὰ φωλιά, ἕνα ντουλάπι λουστραρισμένο, μὲ πολλὰκλειδιά,
γεμάτο χρυσὰ φλωριὰ τόσα, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰκάνωμε κάθε ἐπιθυμία, ποὺ
θὰ μᾶς γεννιόταν.
―Ἄ, τί καλά! φώναξε τὸ παιδάκι. Καὶ τὸ γέλιο δὲ θὰ λείπη ἀπὸ τὰ
χείλη μας καὶ ἡ χαρὰ ἀπὸ τὴν καρδιά μας.Κάθισε, Πλοῦτε μου. Θέλω νὰ
εἶμαι μαζί σου δοξασμένοςκαὶ εὐτυχής. Ὁ νέος ἔχασε μὲ μιᾶς τὸ γέλιο του,
ἀκούμπησε ἐπάνω στὸραβδί του καὶ εἶπε μὲ περίλυπη φωνή:
―Αὐτὸ εἶναι ἴσα ἴσα, ποὺ θέλω νὰ σοῦ πῶ… Ἐγὼ δὲνμπορῶ νὰ σοῦ
ἐγγυηθῶ, ὅτι δὲ θὰ λείπη ἀπὸ τὰ χείλη σουτὸ γέλιο κι ἀπὸ τὴν καρδιά σου ἡ
χαρά… ἄ, ὄχι, ὄχι…
―Μὰ γιατί;―Γιατί;… Δὲ σὲ ἄφησε λοιπὸν ἡ ἀγάπη ποὺ μοῦ ἔχεις νὰτὸ
σκεφτῆς ποτέ;… Καὶ τί μπορῶ τάχα νὰ σοῦ κάνω ἐγώ,ὅταν θὰ ἔρχεται ὁ πόνος
καὶ ἡ θλίψη; Ποιός ξέρει ἂν δὲ θὰμὲ θέλης, γιὰ νὰ πληρώνης πάντα
γιατροὺς καὶ γιατρικά;Ποιός σοῦ εἶπε, ὅτι μαζί μου δὲ θὰ δοκιμάσης ποτὲ
ἀγωνία βασάνου σὲ δικαστήριο; Ποιός σοῦ εἶπε ἂν μ’ ἐμένα θὰ εὕρης τὴν
ἀληθινὴ ἀγάπη, τὴν ἀδελφικὴ φιλία, ἐκείνη ποὺθέλεις; Ποιός σοῦ
ὑποσχέθηκε, ὅτι μαζί μου θ’ ἀπολαύσηςτὶς χάρες τῆς καλῆς καρδιᾶς, τοῦ
φωτισμένου μυαλοῦ, τῆς καθαρῆς συνείδησης; Ποιός σὲ βεβαίωσε ὅτι στὸ
σπίτι σουθὰ βασιλεύη ἡ τιμή, ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ ἁρμονία;… Ἄ! πόσο
στάθηκες, παιδάκι μου, ἀπατημένος! Γύρεψες ἀπὸ μένα ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε νὰ
ζητήσης ἀπὸ τὴν Εὐτυχία.
―Ἀπὸ τὴν Εὐτυχία… ψιθύρισε τὸ παιδάκι μὲ ἀπελπισμένηφωνή.
―Μάλιστα, ἀπὸ τὴν Εὐτυχία. Καὶ πῶς; δὲν τὴν ξέρεις;εἶναι ἕνα
κοριτσάκι μικρὸ αὐτὴ ἡ Εὐτυχία, ὄμορφο, γελαστό,μὲ κάτασπρη ἁπλὴ φορεσιὰ
σὰν τὸ χιόνι. Φιλία σταθερὴ μαζὶ της δὲν ἔχομε, γιατὶ μὲ ἀφήνει τὶς
περισσότερες φορὲςκαὶ πηγαίνει μὲ τὴ «φτώχεια», ὅπως καὶ ἐγὼ
πηγαίνωκαμιὰ φορὰ μὲ τὴ Δυστυχία. Τί τὰ θέλεις, παιδί μου! Αὐτὴεἶναι
δῶρο ἀληθινὸ καὶ ἀπόλαυση! Τὴν ἀκολουθεῖ σὰ σωματοφυλακὴ ἕνα πλῆθος
παιδάκια μὲ γέλια καὶ φωνές,ποὺ γεμίζουν τὸν ἀέρα. Αὐτὴ μονάχη εἶναι
ἱκανή, ὅταν σὲ πάρη καὶ σένα στὴν ἀκολουθία της, νὰ σὲ κάνη νὰ μὴ
λείπηἀπὸ τὰ χείλη σου τὸ γέλιο καὶ ἀπὸ τὴν καρδιά σου ἡ χαρά,ἀδιάφορο ἂν
θὰ κατοικῆτε στὴν καλύβα ἢ στὸ παλάτι, ἂνθὰ φορῆτε χρυσὰ ἢ κουρέλια.
―Πλοῦτε μου, καλέ μου φίλε, συχώρεσέ με, δὲν τὸσκέφτηκα. Ἔκανα
λάθος. Τὴν Εὐτυχία ἔπρεπε νὰ ζητήσω,τὴν Εὐτυχία ζητοῦσα, τὴν Εὐτυχία
ζητῶ. Ἕνα πράμαμονάχα, βλέπεις, μοῦ εἶναι συχωρεμένο νὰ ἔχω, καὶ
ἄλλοκαλύτερο ἀπὸ τὴν Εὐτυχία δὲν ὑπάρχει… Ἄχ, οὔτε σύ, καλέμου Πλοῦτε!
Τὸ βλέπω, τώρα τὸ ἐννοῶ.
―Θέλεις λοιπὸν τὴν Εὐτυχία. Καλά, ἐγὼ φεύγω. Καὶ φεύγω, ἄκουσε, ὄχι
γιατὶ δὲ μὲ θέλεις, ἀλλὰ γιατὶ δὲνπρόφτασες νὰ μὲ ζητήσης τὴν κατάλληλη
ὥρα. Τί τυχερὸςποὺ στάθηκες! Ἀλλιώτικα δὲ θὰ ἕφευγα ἀπὸ κοντά σου καὶ
θὰ ἦταν περιττὴ κάθε σου μετάνοια… Χαῖρε, εἶπε ὁ Πλοῦτοςκι ἐξαφανίστηκε.
Τὸ παιδάκι δόξασε τὸ Θεό. Ἔτσι εἶχε καιρὸ πάλι, τοῦχρόνου, πιὸ
φωτισμένο καὶ πιὸ ἥσυχο, νὰ ἀγρυπνήση τἠνἴδια νύχτα καὶ νὰ ζητήση ἀπὸ
τὸν οὐρανὁ τὴν Εὐτυχία,μονάχα τὴν Εὐτυχία.